ψυχοπλακώνω

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

Ν
(συν. το μέσ.) ψυχοπλακώνομαι
παθαίνω κατάθλιψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλακώνω, -ομαι].