κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Ν(συν. το μέσ.) ψυχοπλακώνομαιπαθαίνω κατάθλιψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλακώνω, -ομαι].