ψυχοτερπής
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
ψῡχοτερπής: -ές, ὁ τέρπων, εὐφραίνων τὴν ψυχήν, τῶν ᾀδόντων τὰ ψυχοτερπῆ μέλη Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης σ. 326Α.
-ές, Μ
αυτός που τέρπει, που ευφραίνει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τερπής (< τέρπω), πρβλ. χοροτερπής].