ψυχοτερπής

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοτερπής: -ές, ὁ τέρπων, εὐφραίνων τὴν ψυχήν, τῶν ᾀδόντων τὰ ψυχοτερπῆ μέλη Ἰω. Καμενιάτου Ἅλωσις Θεσσαλονίκης σ. 326Α.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που τέρπει, που ευφραίνει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τερπής (< τέρπω), πρβλ. χοροτερπής].