νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
και ψουνιστής, ο, Ν ψωνίζω1. ο έμπειρος στα ψώνια2. αυτός που του αρέσει να ψωνίζει.