ψωνιστής

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ψουνιστής, ο, Ν ψωνίζω
1. ο έμπειρος στα ψώνια
2. αυτός που του αρέσει να ψωνίζει.