ψωροειδής

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source

German (Pape)

[Seite 1406] ές, von der Art der Krätze, krätzig, räudig, schäbig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψωροειδής: -ές, ἢ ψωρώδης, ες, ὅμοιος τῇ ψώρᾳ, ψωραλέος, Διοσκ. 1. 12, Ὀρειβάσ. 119, Matth., Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
όμοιος με ψώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + -ειδής].