ωμαμπέλινος

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα τών τρυφερών φύλλων αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + ἄμπελος + κατάλ. -ινος).