ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
ἡ, Αη άρθρωση του ώμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κοτύλη «κοιλότητα»].