ωμοκοτύλη

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
η άρθρωση του ώμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κοτύλη «κοιλότητα»].