ωοθυλακιορρηξία

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292

Greek Monolingual

η, Ν
ανατ. εξωκρινής λειτουργία της ωοθήκης, που καταλήγει στην περιοδική ελευθέρωση ενός ωαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθυλάκιο + -ρρηξία (< ρήξη + -ία)].