ωοθυλακιορρηξία
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
Greek Monolingual
η, Ν
ανατ. εξωκρινής λειτουργία της ωοθήκης, που καταλήγει στην περιοδική ελευθέρωση ενός ωαρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθυλάκιο + -ρρηξία (< ρήξη + -ία)].