ωορρηξία

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η, Ν
φυσιολ. η ωοθυλακιορρηξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -ρρηξία (< ρήξη + κατάλ. -ία].