балагурить
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Russian > Greek
ἐπιχαριεντίζομαι, ἐπισκώπτω, χαριεντίζομαι, παρασκώπτω, γελοιάζω
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
ἐπιχαριεντίζομαι, ἐπισκώπτω, χαριεντίζομαι, παρασκώπτω, γελοιάζω