бессодержательный
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Russian > Greek
φλυαρώδης, σπερμολογικός, κρουματικός, κρουσματικός, χαῦνος, σπερμολόγος
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
φλυαρώδης, σπερμολογικός, κρουματικός, κρουσματικός, χαῦνος, σπερμολόγος