δινώδης
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
δινῶδες, eddying, D.C. 68.13; τὰ δινώδη eddies, Plu.Cat.Ma.20.
Spanish (DGE)
-ες
arremolinado ὕδωρ de un río, D.C.68.13.2
•neutr. plu. subst. τὰ δινώδη ... τοῦ ποταμοῦ remolinos del río Plu.Cat.Ma.20.
German (Pape)
[Seite 632] ες, = δινήεις; Dio Cass. 68, 13; τὰ δινώδη τοῦ ποταμοῦ Plut. Cat. mai. 20.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
rempli de tournants d'eau ou de tourbillons ; τὰ δινώδη PLUT remous.
Étymologie: δῖνος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
δῑνώδης: вращающийся, кружащийся: τὰ δινώδη τοῦ ποταμοῦ Plut. водовороты реки.
Greek (Liddell-Scott)
δῑνώδης: -ες, στροβιλώδης, Δίων Κ. 68. 13· τὰ δινώδη, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.
Greek Monolingual
-ες (Α δινώδης, -ες) δίνος
ο γεμάτος δίνες, ο στροβιλώδης
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δινώδη
μέρη του ποταμού όπου σχηματίζονται δίνες.
Greek Monotonic
δῑνώδης: -ες (εἶδος), στροβιλώδης, περιστρεφόμενος· τὰ δινώδη, δίνες, ανεμοστρόβιλοι, ρουφήχτρες, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adj εἶδος
eddying; τὰ δινώδη eddies, Plut.