гробокопатель
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
Russian > Greek
ἠριεργής, καταγεώτης, κοπιάτης, νεκροθάπτης, νεκροταφίς, νεκροτάφος, ταφεύς, τυμβοποιός, τυμβοχόος