οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
σῆμα, σᾶμα, πρόσχωσις, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, κεφαλή, ἔγχωμα, ἀμβολάς