ἀμβολάς
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
ἀμβολάδος, ἡ, for ἀναβολάς, ἀ. γῆ earth thrown up, X.Cyr. 7.5.12.
Spanish (DGE)
-άδος
levantada hacia arriba, amontonada γῆ X.Cyr.7.5.12.
German (Pape)
[Seite 118] άδος, ἡ, sc. γῆ, aufgeworfene Erde, Xen. Cyr. 7, 5, 12.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
s.e. γῆ;
terrasse (litt. terre amoncelée).
Étymologie: ἀμβολή.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβολάς: άδος ἡ (sc. γῆ) насыпь Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολάς: -άδος, ἡ, ἀντὶ ἀναβολάς, ἀμβ. γῆ, χῶμα ἐξηγμένον ἐξ ὀρύγματος καὶ σεσωρευμένον πλησίον αὐτοῦ, ἐπὶ τῆς ἀμβολάδος γῆς Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12.
Greek Monolingual
ἀμβολὰς (-άδος), η (Α)
ύψωμα γης σχηματισμένο από τα χώματα σκάμματος, αμπολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τ. ἀναβολὰς < ρ. ἀναβάλλω «ρίχνω επάνω»].
Greek Monotonic
ἀμβολάς: -άδος, ἡ αντί ἀναβολάς, χώμα βγαλμένο από τη γη, σε Ξεν.