Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ὄναρ, καπνός, οὔτις, στριβιλικίγξ, λῆρος, σκιά, σκιή