общедоступный Search Google

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Russian > Greek

ξενικός, δημοτικός, δημώδης, βέβηλος, δημότερος, κοινός