поклонник
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Russian > Greek
φίλος, προσκυνητής, ἐραστής, ἐραστάς, ἐπιθυμητής, θαυμαστής, θεραπευτής, ζηλωτής, θιασώτης
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
φίλος, προσκυνητής, ἐραστής, ἐραστάς, ἐπιθυμητής, θαυμαστής, θεραπευτής, ζηλωτής, θιασώτης