пристяжной
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Russian > Greek
παράζυξ, ὑποσείραιος, ὑποσειραῖος, σειραφόρος, σειρηφόρος, σειραῖος, παρἡορος, παράορος, πάραρος