Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
εὔμοιρος, ἔμμορος, μεταληπτικός, μέτοχος, μεταίτιος, κοινός, συναίτιος