прожорливый
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
μάργος, παμφάγος, ἀδηφάγος, λαίμαργος, λαμυρός, τραγασαῖος, γαστρίμαργος, βορός, βρωτικός, πολυβόρος, πολυφάγος, λάβρος, λάρος