прямодушный
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Russian > Greek
φιλαπλοϊκός, εὐήθης, αὐθέκαστος, εὐθύπορος, ἀφελής, παρρησιαστικός
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
φιλαπλοϊκός, εὐήθης, αὐθέκαστος, εὐθύπορος, ἀφελής, παρρησιαστικός