παρρησιαστικός

From LSJ

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρρησιαστικός Medium diacritics: παρρησιαστικός Low diacritics: παρρησιαστικός Capitals: ΠΑΡΡΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parrēsiastikós Transliteration B: parrēsiastikos Transliteration C: parrisiastikos Beta Code: parrhsiastiko/s

English (LSJ)

παρρησιαστική, παρρησιαστικόν, outspoken, Arist.Rh.1382b20, Phld.Ir.p.74 W. Adv. παρρησιαστικῶς M.Ant.6.30: Comp. παρρησιαστικώτερον J.BJ2.21.4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
franc.
Étymologie: παρρησιαστής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρρησιαστικός -ή -όν [παρρησιάζομαι] vrijmoedig (sprekend).

German (Pape)

ή, όν, zum freimütigen Sprechen gehörig, geneigt; Arist. eth. 4.3, rhet. 2.5; Luc. Calumn. 23 und andere Spätere, auch adv.

Russian (Dvoretsky)

παρρησιαστικός: склонный к откровенности, прямодушный Arst., Luc.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ παρρησιάζομαι
1. αυτός που μιλά με παρρησία
2. (για λόγο) αυτός που λέχθηκε με παρρησία.

Greek Monotonic

παρρησιαστικός: -ή, -όν, ελευθερόστομος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησιαστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὁμιλήσῃ ἐλευθέρως ἐλευθερόστομος, Ἀριστοτέλ. Ρητορ. 2. 5, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 4.

Middle Liddell

παρρησιαστικός, ή, όν [from παρρησιάζομαι
freespoken, Arist.