παρρησιαστικός

From LSJ

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρρησιαστικός Medium diacritics: παρρησιαστικός Low diacritics: παρρησιαστικός Capitals: ΠΑΡΡΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parrēsiastikós Transliteration B: parrēsiastikos Transliteration C: parrisiastikos Beta Code: parrhsiastiko/s

English (LSJ)

παρρησιαστική, παρρησιαστικόν, outspoken, Arist.Rh.1382b20, Phld.Ir.p.74 W. Adv. παρρησιαστικῶς M.Ant.6.30: Comp. παρρησιαστικώτερον J.BJ2.21.4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
franc.
Étymologie: παρρησιαστής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρρησιαστικός -ή -όν [παρρησιάζομαι] vrijmoedig (sprekend).

German (Pape)

ή, όν, zum freimütigen Sprechen gehörig, geneigt; Arist. eth. 4.3, rhet. 2.5; Luc. Calumn. 23 und andere Spätere, auch adv.

Russian (Dvoretsky)

παρρησιαστικός: склонный к откровенности, прямодушный Arst., Luc.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ παρρησιάζομαι
1. αυτός που μιλά με παρρησία
2. (για λόγο) αυτός που λέχθηκε με παρρησία.

Greek Monotonic

παρρησιαστικός: -ή, -όν, ελευθερόστομος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησιαστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὁμιλήσῃ ἐλευθέρως ἐλευθερόστομος, Ἀριστοτέλ. Ρητορ. 2. 5, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 4.

Middle Liddell

παρρησιαστικός, ή, όν [from παρρησιάζομαι
freespoken, Arist.