παρρησιαστικός
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
English (LSJ)
παρρησιαστική, παρρησιαστικόν, outspoken, Arist.Rh.1382b20, Phld.Ir.p.74 W. Adv. παρρησιαστικῶς M.Ant.6.30: Comp. παρρησιαστικώτερον J.BJ2.21.4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
franc.
Étymologie: παρρησιαστής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρρησιαστικός -ή -όν [παρρησιάζομαι] vrijmoedig (sprekend).
German (Pape)
ή, όν, zum freimütigen Sprechen gehörig, geneigt; Arist. eth. 4.3, rhet. 2.5; Luc. Calumn. 23 und andere Spätere, auch adv.
Russian (Dvoretsky)
παρρησιαστικός: склонный к откровенности, прямодушный Arst., Luc.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ παρρησιάζομαι
1. αυτός που μιλά με παρρησία
2. (για λόγο) αυτός που λέχθηκε με παρρησία.
Greek Monotonic
παρρησιαστικός: -ή, -όν, ελευθερόστομος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
παρρησιαστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ ὁμιλήσῃ ἐλευθέρως ἐλευθερόστομος, Ἀριστοτέλ. Ρητορ. 2. 5, 11. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 4.
Middle Liddell
παρρησιαστικός, ή, όν [from παρρησιάζομαι
freespoken, Arist.