птицелов
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Russian > Greek
ἰξευτής, ἰξοεργός, ὀρνιθευτής, ὀρνιθοθήρας, ὀρνιθολόχος, ὀρνιχολόχος
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
ἰξευτής, ἰξοεργός, ὀρνιθευτής, ὀρνιθοθήρας, ὀρνιθολόχος, ὀρνιχολόχος