рабство
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Russian > Greek
ἀνδραποδωδία, ἀτμενία, ἀτμενίη, δουλαγωγία, δουλεία, δούλευμα, δούλευσις, δουληΐη, δουλία, δοῦλον, δουλοποιΐα, δουλοσύνα, δουλοσύνη, δούλωσις, εἱλωτεία, εἴρερος, ἐξανδραπόδισις, τὸ δοῦλον