δούλευμα

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δούλευμα Medium diacritics: δούλευμα Low diacritics: δούλευμα Capitals: ΔΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: doúleuma Transliteration B: douleuma Transliteration C: doylevma Beta Code: dou/leuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A a service, E.Or.221.
II a slave, S.Ant.756, cf. E.Ion748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abstr. servicio τὸ δ. ἡδύ E.Or.221.
2 concr. desp. esclavo γυναικὸς ὢν δ. S.Ant.756, δ. πιστόν E.Io 748.

German (Pape)

[Seite 660] τό, Knechtschaft, Dienst; Eur. Or. 221. – Der Knecht, verächtlich, γυναικός Soph. Ant. 752; πιστὸν ἱστῶν, d. h. Frauen, Eur. Ion 748.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
esclave.
Étymologie: δουλεύω.

Russian (Dvoretsky)

δούλευμα: ατος τό
1 рабство, невольничество Eur.;
2 раб, невольник (γυναικός Anth.);
3 рабы, рабыни, слуги (δ. πιστόν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δούλευμα: τὸ, ὑπηρεσία δούλου, Εὐρ. Ὀρ. 221. ΙΙ. δοῦλος, Λατ. mancipium, Σοφ. Ἀντ. 756, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 748.

Greek Monolingual

το
βλ. δούλεμα.

Greek Monotonic

δούλευμα: -ατος, τό,
I. υπηρεσία δούλου, σε Ευρ.
II. δούλος, σε Σοφ.

Middle Liddell

δούλευμα, ατος, τό, n
I. a service, Eur.
II. a slave, Soph. [from δουλεύω