разбегаться
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Russian > Greek
ἀναφεύγω, διαπέρχομαι, διαδιδράσκω, διαδιδρήσκω, διατρέω, διαχέω, διαπίπτω, ἀποσκεδάννυμι, διαρρέω