случайный
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Russian > Greek
αὐτόματος, ἀποκληρωτικός, μετάδουπος, ἐπελευστικός, περιστατικός, τυχικός, τυχηρός, συντυχικός, τυχαῖος