ἐπελευστικός

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπελευστικός Medium diacritics: ἐπελευστικός Low diacritics: επελευστικός Capitals: ΕΠΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epeleustikós Transliteration B: epeleustikos Transliteration C: epelefstikos Beta Code: e)peleustiko/s

English (LSJ)

ἐπελευστική, ἐπελευστικόν,
A coming on or to, touching on a thing: hence, of casual mention, Eust.ad D.P. Prooemia p.69B. Adv. ἐπελευστικῶς Eust. 1440.18,7.26 (Comp.).
2 of the nature of ἐπέλευσις 2, κίνησις Chrysipp.Stoic.2.282.
3 occurring casually, εἶδος ἐν τοῖς λόγοις Str.12.3.27.
4 liable to prosecution, POxy.1120.10 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 914] ή, όν, dazu kommend; bei den Stoikern das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accidentel, contingent.
Étymologie: ἐπελεύσομαι, f. de ἐπέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπελευστικός: привходящий, случайный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπελευστικός: -ή, -όν, (ἐπέλευσις) ὁ διερχόμενός τι ταχέως, διὰ τὸ τοῦ Διονυσίου πάνυ ἐπελευστικόν, τὸ σύντομον, τὸ ἄνευ λεπτομερειῶν, Εὐσταθ. Προοίμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. 69. 19, ἔκδ. Bernh. 2) τυχαῖος, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1045Β.

Greek Monolingual

ἐπελευστικός, -ή, -όν (AM) επέλευσις
μσν.
σύντομος
αρχ.
1. τυχαίος, συμπτωματικός
2. αυτός που του αξίζει δικαστική δίωξη.