ἐπελευστικός
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
ἐπελευστική, ἐπελευστικόν,
A coming on or to, touching on a thing: hence, of casual mention, Eust.ad D.P. Prooemia p.69B. Adv. ἐπελευστικῶς Eust. 1440.18,7.26 (Comp.).
2 of the nature of ἐπέλευσις 2, κίνησις Chrysipp.Stoic.2.282.
3 occurring casually, εἶδος ἐν τοῖς λόγοις Str.12.3.27.
4 liable to prosecution, POxy.1120.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 914] ή, όν, dazu kommend; bei den Stoikern das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accidentel, contingent.
Étymologie: ἐπελεύσομαι, f. de ἐπέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπελευστικός: привходящий, случайный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπελευστικός: -ή, -όν, (ἐπέλευσις) ὁ διερχόμενός τι ταχέως, διὰ τὸ τοῦ Διονυσίου πάνυ ἐπελευστικόν, τὸ σύντομον, τὸ ἄνευ λεπτομερειῶν, Εὐσταθ. Προοίμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. 69. 19, ἔκδ. Bernh. 2) τυχαῖος, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1045Β.
Greek Monolingual
ἐπελευστικός, -ή, -όν (AM) επέλευσις
μσν.
σύντομος
αρχ.
1. τυχαίος, συμπτωματικός
2. αυτός που του αξίζει δικαστική δίωξη.