соратник
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Russian > Greek
παρασπιστής, συνασπιστής, συναγωνιστής, συστρατιώτης, ὅμαιχμος
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
παρασπιστής, συνασπιστής, συναγωνιστής, συστρατιώτης, ὅμαιχμος