составной
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Russian > Greek
διπλόος, διπλοῦς, πολυμελής, συγκριτικός, σύνθετος, μικτός, πολύπλοκος, πολυμερής, πουλυμερής, θετός
διπλόος, διπλοῦς, πολυμελής, συγκριτικός, σύνθετος, μικτός, πολύπλοκος, πολυμερής, πουλυμερής, θετός