составной
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Russian > Greek
διπλόος, διπλοῦς, πολυμελής, συγκριτικός, σύνθετος, μικτός, πολύπλοκος, πολυμερής, πουλυμερής, θετός