ἀγοραστικός

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγοραστικός Medium diacritics: ἀγοραστικός Low diacritics: αγοραστικός Capitals: ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: agorastikós Transliteration B: agorastikos Transliteration C: agorastikos Beta Code: a)gorastiko/s

English (LSJ)

ἀγοραστική, ἀγοραστικόν, of or for traffic, commercial, Pl.Cra.408a; ἡ ἀγοραστική (sc. τέχνη) traffic, commerce, Id.Sph.223c; τὸ ἀ. δίκαιον right of purchase, POxy.1268.16 (iii A.D.), 1475.14 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I ἀ. δίκαιον derecho de retracto, derecho de tanteo τὴν ὑπάρχουσάν μοι ... ἀγοραστικῷ δικαίῳ ... οἰκίαν PSI 1112.12 (III d.C.), cf. POxy.1539.6 (II d.C.), PSI 450.85 (II/III d.C.), POxy.1268.16 (III d.C.), οἰκία εἰσελθοῦσα εἰς ἡμᾶς ἀπὸ ἀγοραστικοῦ (sc. δικαίου) PPar.21bis.12 (VI d.C.).
II subst.
1 ἡ ἀ. el arte del comercio, el comercio Pl.Sph.223c.
2 τὸ ἀ. el carácter negociante, el chalaneo τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις καὶ τὸ ἀ. Pl.Cra.408a.
3 τὸ ἀ. agorástico e.e. prob. impuesto o tasa sobre las transacciones en el ágora πόρον δὲ ὑπάρχ[ειν] τοῖς δημόταις εἰς τὴν θυσίαν τ[ὸ γενό] μενον αὐτοῖς ἀγοραστικόν IRhamn.7.12 (III a.C.).
III adv. -ῶς en disposición de comprar ἀ. ἔχων Sud.s.u. ὠνητιῶν.

German (Pape)

[Seite 21] den Handel betreffend, Plat. τὸ δωρητικὸν καὶ τὸ ἀγ. μέρος τῆς ἀλλακτικῆς τέχνης, u. nachher ἀγοραστική sc. τέχνη, die Handelswissenschaft überhaupt, Cratyl. 407 e. Hermes sei τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις καὶ τὸ ἀγοραστικόν (sc. εἶναι); τὸ ἀγ. ist eine Abgabe, Curt. inscr. att. 1; ἀγοραστικῶς ἔχων Hes. u. Suid. Erkl. zu ὠνητιῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγοραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐμπόριον, ἐμπορικός, Πλάτ. Κρατ. 408Α· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη), ἐμπόριον, ὁ αὐτ. Σοφ. 223C· τὸ ἀγοραστικὸν ἦτο φόρος τις, Curt. Inscr. Att. 1. - Ἐπίρρ. -στικῶς, «ὠνητιῶν, ἀγοραστικῶς ἔχων», Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγοραστικός: торговый Plat.