трехглавый
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Russian > Greek
τρικάρανος, τρικάρηνος, τρισσοκέφαλος, τρισσοκάρηνος, τρίκρανος, τρικέφαλος
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
τρικάρανος, τρικάρηνος, τρισσοκέφαλος, τρισσοκάρηνος, τρίκρανος, τρικέφαλος