οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
Ἀχαιϊκός, Ἀχαϊκός, Θεσσαλικός, Θεσσαλός, Θετταλικός, Θετταλός