чрезвычайный
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ἐπίδηλος, σφοδρός, προστακτός, ὑπερφυής, ἐκπάτιος, περιστατικός, ἐπίσημος, πάμπολυς, παμπόλλη, πάμπολυ