энергичный
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Russian > Greek
πρακτικός, ἄοκνος, δραστήριος, ἐργάτης, ἐργαστικός, ῥέκτης, ἐρρωμένος, ἐπιστρεφής, σφοδρός, πραγματικός