ἀγγελίαρχος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

German (Pape)

[Seite 10] ου, ὁ, Erzengel, Agath. 38 (I, 34).

Russian (Dvoretsky)

ἀγγελίαρχος:предводитель ангелов, архангел Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγγελίαρχος: ὁ, = ἀρχάγγελος, Ἀνθ. Π. 1. 34.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ soberano de los ángeles, arcángel, AP 1.34, 35 (Agath.).

Greek Monotonic

ἀγγελίαρχος: ὁ = ἀρχάγγελος, σε Ανθ.

Middle Liddell

= ἀρχάγγελος, Anth.]