ἀγροτέρα
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
chasseresse.
Étymologie: ἄγρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀγροτέρα: ἡ охотница (эпитет Артемиды) Pind., Xen.
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
ας;
adj. f.
chasseresse.
Étymologie: ἄγρα.
ἀγροτέρα: ἡ охотница (эпитет Артемиды) Pind., Xen.