ἀδιατράνωτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιατράνωτος: -ον, ὃν δὲν κατέστησέ τις σαφῆ, ἀκατανόητος, Ἀθαν.
Spanish (DGE)
-ον
oscuro neutr. subst. τὸ ἀ. τῆς γλώττης Ath.Al.Ep.Mort.Ar.5.
ἀδιατράνωτος: -ον, ὃν δὲν κατέστησέ τις σαφῆ, ἀκατανόητος, Ἀθαν.
-ον
oscuro neutr. subst. τὸ ἀ. τῆς γλώττης Ath.Al.Ep.Mort.Ar.5.