ἀκέζομαι

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Spanish (DGE)

reparar δικτύου διερρωγότος βροχίδας ἀκεζόμενον Hld.5.18.4 (var. ἀκεόμ-).