ἀκαταστάτως
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans l'agitation, dans le trouble.
Étymologie: ἀκατάστατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταστάτως: непостоянно, неустойчиво: ἀ. ἐχόντων τῶν ἐν τῇ πόλει Isocr. во время политических потрясений.