ἀκαταστάτως
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
French (Bailly abrégé)
adv.
dans l'agitation, dans le trouble.
Étymologie: ἀκατάστατος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαταστάτως: непостоянно, неустойчиво: ἀ. ἐχόντων τῶν ἐν τῇ πόλει Isocr. во время политических потрясений.