Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκειρεκόμας

From LSJ

English (Slater)

ἀκειρεκόμας with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]

German (Pape)

ὁ, mit ungeschorenem Haar, Φοῖβος Pind. P. 3.14, I. 1.7; Ἀβάρων στρατός, ep. Plan. 72.