ἀκειρεκόμας

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

English (Slater)

ἀκειρεκόμας with unshorn hair ἀκειρεκόμᾳ Φοίβῳ (v. l. ἀκερσεκόμᾳ.) (P. 3.14) τὸν ἀκειρεκόμαν Φοῖβον (codd.: ἀκερσεκόμαν Schr.) (I. 1.7) ]

German (Pape)

ὁ, mit ungeschorenem Haar, Φοῖβος Pind. P. 3.14, I. 1.7; Ἀβάρων στρατός, ep. Plan. 72.