ἀκηρότατος

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

German (Pape)

[Seite 72] s. ἀκήρατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκηρότατος: Anth. superl. к ἀκήρατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκηρότατος: ποιητ. ὑπερθ. τοῦ ἀκήρατος, Ἀνθ. Π. 12. 249.

Spanish (DGE)

(ἀκηρότᾰτος) -ον purísimo χρωτὸς ἀκηροτάτου AP 12.249 (Strat.).

Greek Monotonic

ἀκηρότατος: ποιητ. υπερθ. του ἀκήρατος, σε Ανθ.