ἀκομενταρήσιος

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: en pap. siempre -τανήσιος
lat. a commentariis o a commentariensis, registrador, funcionario encargado de los registros públicos ἀ. τῆς ἡγεμονίας IGR 3.1264 (Nela, Arabia), ἀ. ἡγεμόνος SB 11592.24 (IV d.C.), ἀ. τοῦ δουκός PHarris 94.7 (IV d.C.), cf. SB 2253.12, OAshm.Shelton 73.2 (ambos biz.) (cf. κομ(μ)ενταρήσιος).