ἀλεαίνω

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεαίνω Medium diacritics: ἀλεαίνω Low diacritics: αλεαίνω Capitals: ΑΛΕΑΙΝΩ
Transliteration A: aleaínō Transliteration B: aleainō Transliteration C: aleaino Beta Code: a)leai/nw

English (LSJ)

aor.
A -ᾱνα Ael.VH9.30, (ἀλέα B) warm, make warm, Hp. Epid.5.57, Mul.2.124:—Pass., Archil. ap. Plu.2.954f, etc.
II intr., grow warm, be warm, Ar.Ec.540, Arist.PA656a22, Pr.885b27; ἀ. πρὸς τὸ πῦρ καθημένη Men.832.

Spanish (DGE)

1 calentar πόδας Hp.Epid.5.57, cf. Mul.1.54, 2.124, αὐτούς Amynt.3, ἑαυτόν Ael.VH 9.30, τὸν ἀέρα Ph.1.428, cf. Anon.Lond.38.27, Aret.CA 1.1.10, S.E.P.3.179
en v. pas. θερομένη καὶ ἀλεαινομένη (ἡ γῆ) Archel.Phil.B 1a.
2 intr. calentarse Ar.Ec.540, Arist.PA 656a22, Men.Fr.892, Diocl.Fr.182
v. med. mismo sent. ἀὴρ ἀλεαινόμενος καὶ ψυχόμενος Ph.1.155.

German (Pape)

[Seite 91] erwärmen, Arist. Probl. 6, 3; Ael. V. H. 9, 80; Plut.; bei Ar. Eccl. 540 intrans., warm werden; Man. bei Zen.

French (Bailly abrégé)

ao. ἠλέανα;
1 tr. échauffer;
2 intr. s'échauffer.
Étymologie: ἀλέα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεαίνω ἀλέη
1. met acc. warm maken, verwarmen.
2. intrans. warm worden:. ἵν’ ἀλεαίνοιμι τοῦτ’ ἠμπισχόμην ik heb dit aangetrokken om warm te worden Aristoph. Eccl. 540.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεαίνω:
1 нагревать Arst., Sext., pass. нагреваться Plut.;
2 согреваться: ἵν᾽ ἀλεαίνοιμι, τοῦτ᾽ ἠμπισχόμην Arph. чтобы согреться, я надел(а) это.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεαίνω: ἀόρ. ᾱνα, Αἰλ. ΙΙ. 9. 30. (ἀλέη (Β)) = θερμαίνω· Ἱππ. 523 (κατὰ τὸν Littré), Ἀριστ. Προβλ. 6. 3, π. Μορ. Ζ. 2. 10, 7. ΙΙ. ἀμετάβ. γίνομαι θερμός, εἶμαι θερμός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 540· ἀλ. πρὸς τὸ πῦρ καθημένη, Μενάνδ. Ἄδηλ. 235.

Greek Monolingual

ἀλεαίνω (Α)
1. θερμαίνω, ζεσταίνω
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι θερμός, ζεσταίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέα ΙΙ
κατά τον Ευστάθιο η λ. στην αττική διάλεκτο δασυνόταν.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεαντικός.

Greek Monotonic

ἀλεαίνω: αόρ. αʹ ᾱνα (ἀλέα Β),
I. ζεσταίνω, θερμαίνω, σε Αριστ.
II. αμτβ., γίνομαι θερμός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀλέα B]
I. to warm, make warm, Arist.
II. intr. to grow warm, be warm, Ar.