ἀλειτηρός

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀλειτηρός: ἴδε ἐν λ. ἀλιτηρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλειτηρός -ά -όν ἀλιταίνω schuldig.