ἀλλοιοτροπία

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιοτροπία: ἡ, ὁ ἀλλοῖος τρόπος, Ἐπιφάν. ΙΙ, 48Β.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ variación, cambio Epiph.Const.Haer.66.12.