ἀλογοειδής
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ἀλογοειδές, = ἀλογώδης, irrational, ἀ. τὴν ψυχήν Dam.Pr.401.
Spanish (DGE)
-ές
fil. irracional ἀλογοειδῆ ἢ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν Dam.Pr.401.