ἀμειαγώγητος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἀμειαγώγητος: -ον, (μειαγωγέω) = ἀζύγιστος, Συνέσ. 170C.

Spanish (DGE)

-ον
fig. no pesado, todo entero χρῆμα πᾶν Synes.Ep.4.