αζύγιστος

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source

Greek Monolingual

-η, -ο ζυγίζω
1. αυτός που δεν τον έχουν ζυγίσει και αυτός που δεν είναι δυνατό να ζυγιστεί ή που ζυγίζεται με δυσκολία, λόγω του μεγάλου βάρους του
2. που ξοδεύεται άσκοπα, χωρίς υπολογισμό
3. (για λόγια) ασυλλόγιστος, επιπόλαιος.