ἀμουσολογία

English (LSJ)

ἡ, inelegance of language, Ath.4.164f(pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ lenguaje inculto Ath.164f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμουσολογία: ἡ, τὸ ἀπαιδεύτως καὶ ἀμούσως λαλεῖν, Ἀθήν. 164F, κατὰ πληθ.

Greek Monolingual

ἀμουσολογία, η (Α)
άκομψη, άξεστη γλώσσα ή ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμουσος + -λογία.].

German (Pape)

καλαί, bei Ath. IV.164 f. herrliche Einfaltsreden.